- κυρηναϊκός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κυρήνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Κυρηναικός — the disciples masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρηναϊκός — ή, ό (AM κυρηναϊκός, ή, όν) [Κυρήνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία ελληνική πόλη τής βόρειας Αφρικής Κυρήνη 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Κυρηναϊκοί οι μαθητές ή οπαδοί τού Κυρηναίου φιλοσόφου Αριστίππου, που θεωρούσαν ως… … Dictionary of Greek
Κυρηναικά — Κυρηναικός the disciples neut nom/voc/acc pl Κυρηναικά̱ , Κυρηναικός the disciples fem nom/voc/acc dual Κυρηναικά̱ , Κυρηναικός the disciples fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρηναικῶν — Κυρηναικός the disciples fem gen pl Κυρηναικός the disciples masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρηναικόν — Κυρηναικός the disciples masc acc sg Κυρηναικός the disciples neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρηναικοῖς — Κυρηναικός the disciples masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρηναικοί — Κυρηναικός the disciples masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρηναικοῦ — Κυρηναικός the disciples masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρηναικούς — Κυρηναικός the disciples masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρηναικῆς — Κυρηναικός the disciples fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)